- πολυδιάφθορος
- πολυ-διάφθορος, ον,A much-destroyed, Sch.Il.4.171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυδιάφθορος — ον, Α πολύ καταστρεπτικός, πολύ φθοροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διάφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. ευ διάφθορος] … Dictionary of Greek
πολυδιάφθορον — πολυδιάφθορος much destroyed masc/fem acc sg πολυδιάφθορος much destroyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)